- αναδεικνύω
- (Α ἀναδεικνύω και -δείκνυμι, Ν και -δείχνω)εκλέγω σε αξίωμα, ανακηρύσσω, αναγορεύωνεοελλ.1. κάνω κάποιον ή κάτι σπουδαίο, εξυψώνω, προάγω, προβάλλω2. μέσ. επιτυγχάνω σε κάποια επίδοση, προοδεύω, ευδοκιμώ, διακρίνομαιαρχ.1. ανυψώνω και δείχνω κάτι, εκθέτω, εμφανίζω, επιδεικνύω2. αφιερώνω3. φρ. «ἀναδείκνυμι ἀσπίδα», κρατώ ψηλά την ασπίδα σαν σινιάλο «ἀναδείκνυμι πύλας», ανοίγω διάπλατα τις πύλες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + δεικνύω, δείκνυμι.ΠΑΡ. ανάδειξη (-ις)].
Dictionary of Greek. 2013.